Μαλ, Λουί

Μαλ, Λουί
(Louis Malle, Γαλλία 1932 – ΗΠΑ 1995). Γάλλος σκηνοθέτης, σεναριογράφος και παραγωγός του κινηματογράφου. Σπούδασε πολιτικές επιστήμες στη Σορβόνη και κινηματογράφο στο Παρίσι, με τον οποίο ασχολήθηκε αμέσως μετά την αποφοίτησή του. Υπήρξε ένας από τους εκπροσώπους, μαζί με άλλους ικανούς δημιουργούς της γενιάς του, του λεγόμενου νέου κύματος που ανανέωσε τον κινηματογράφο της πατρίδας του, και αποτέλεσε παράλληλα μία από τις πιο ενδιαφέρουσες τάσεις σε ολόκληρο το σύγχρονο σινεμά. Όμως, ο Μ. δεν τυποποιήθηκε όπως άλλοι συνάδελφοί του, αλλά ασχολήθηκε με πλήθος θεματικών, από υποθαλάσσια ντοκιμαντέρ και φιλμ νουάρ, μέχρι ανθρωποκεντρικές ταινίες σχέσεων. Ξεκίνησε την καριέρα του δουλεύοντας με τους Ζακ Ιβ Κουστό (Ο κόσμος της σιωπής) και Ρομπέρ Μπρεσόν (A condemned man) πριν κάνει την πρώτη δική του ταινία: το θρίλερ Elevator to the gallows. Θεματικά θεωρείται ένας από τους πλέον πρωτότυπους δημιουργούς της πατρίδας του και βραβεύτηκε αρκετές φορές για τα έργα του. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1970 στράφηκε στην τηλεόραση υπογράφοντας σειρές και ντοκιμαντέρ που δημιούργησαν αίσθηση, ενώ από το 1978 επανήλθε στα κοινωνικά θέματα γυρίζοντας ταινίες και στην Αμερική. Από τις 50 και πλέον ταινίες στις οποίες συμμετείχε με διάφορες ιδιότητες ξεχωρίζουν: Α man escaped (1956), Frantic (1957), Οι εραστές (1958), Μια πολύ προσωπική σχέση (1962), Καλκούτα (1969), Ατλάντικ Σίτι (1980), Άλαμο μπέι (1985) κ.ά. Σκηνή από την ταινία «Βίβα Μαρία!» (1965) του Γάλλου σκηνοθέτη Λουί Μαλ, με πρωταγωνίστριες την Μπριζίτ Μπαρντό και τη Ζαν Μορό.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • κινηματογράφος — Μέσο έκφρασης και παρουσίασης, το οποίο χρησιμοποιεί την τεχνική της αποτύπωσης ακίνητων εικόνων σε φιλμ και της προβολής τους σε οθόνη, μέσω τεχνικών διαδικασιών, οι οποίες δημιουργούν την ψευδαίσθηση της κίνησης. Τα κύριαφαινόμενα που συντελούν …   Dictionary of Greek

  • Ζακόμπ, Ιρέν — (Irène Jacob, Γενεύη 1966 –). Ελβετίδα ηθοποιός του κινηματογράφου. Σπούδασε στο Ωδείο της πατρίδας της και στην Εθνική Σχολή Κινηματογράφου. Υπήρξε μούσα του Λουί Μαλ, του Ζακ Ριβέ, αλλά και του Αντονιόνι και του Κισλόφκσι. Έγινε γνωστή στο ευρύ …   Dictionary of Greek

  • Βανουάτου — Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, που αποτελείται από 80 νησιά.Νησιωτικό κράτος της Ωκεανίας, που αποτελείται από 80 νησιά.Το Β. βρίσκεται στη θαλάσσια περιοχή της Ωκεανίας, στο ΝΔ τμήμα του Ειρηνικού ωκεανού, ανατολικά της Νέας Καληδονίας και στα ¾ …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Κενό, Ρεϊμόν — (Raymond Queneau, Χάβρη 1903 – 1976). Γάλλος συγγραφέας. Το 1920 πήγε στο Παρίσι για να σπουδάσει φιλοσοφία. Έλαβε μέρος στο υπερρεαλιστικό (1924 29) και σε άλλα πρωτοποριακά κινήματα, χωρίς να εγκαταλείψει τα φιλοσοφικά και επιστημονικά… …   Dictionary of Greek

  • Νουαρέ, Φιλίπ — (Philippe Noiret, Λιλ 1930 –). Γάλλος ηθοποιός. Με μάλλον σκληρά χαρακτηριστικά προσώπου αλλά μελαγχολικά μάτια έγινε διάσημος ερμηνευτής στην πατρίδα του ξεκινώντας με μια ολόκληρη δεκαετία στο Theatre Nationale Populaire στο Παρίσι κάνοντας το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”